πρωτόπιαστος

πρωτόπιαστος
-η, -ο, Ν [πρωτοπιάνω]
αυτός που πιάνεται πρώτος ή για πρώτη φορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτόπιαστος — η, ο πρωτοπιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”